- πεμματολόγος
- πεμμᾰτολόγος, ον,A discoursing of cakes, Ath.14.648a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεμματολόγος — discoursing of cakes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμματολόγος — ὁ, Α αυτός που μιλά ή γράφει για πέμματα, δηλ. για γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμμα, ατος «τροφή» + λόγος*] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek